- Λούντβιχ
- (Ludwig). Όνομα βασιλιάδων της Γερμανίας και αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Λουδοβίκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λούντβιχ, Εμίλ — (Emil Ludwig, Μπρεσλάου 1881 – Ασκόνα 1948). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του εβραϊκής καταγωγής Γερμανού συγγραφέα Εμίλ Κον (Emil Cohn). Έπειτα από σπουδές νομικής στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του, ασχολήθηκε με βιομηχανικές επιχειρήσεις, τις οποίες … Dictionary of Greek
Έρχαρτ, Λούντβιχ — (Ludwig Erhard, Φιρτ, Νυρεμβέργη 1897 – Βόνη 1977). Γερμανός πολιτικός. Το 1945 ανακηρύχθηκε επίτιμος καθηγητής της πολιτικής οικονομίας και τον ίδιο χρόνο έγινε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση της Βαυαρίας. Το 1947 προσχώρησε στο… … Dictionary of Greek
Κίρχνερ, Ερνστ Λούντβιχ — (Ludwig Ernst Kirchner, Άαφενμπαχ, Βαυαρία 1880 – Νταβός, Ελβετία 1938). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε στη Δρέσδη (1901 4), στην εθνογραφική σχολή του Τσβίνγκερ, την τέχνη των νησιών του Ειρηνικού και μελέτησε με πάθος τη γερμανική… … Dictionary of Greek
Μιες Βαν ντερ Ρόε, Λούντβιχ — Γερμανός αρχιτέκτονας. Βλ. λ. Βαν ντερ Ρόε, Λούντβιχ Μις … Dictionary of Greek
Μις Βαν ντερ Ρόε, Λούντβιχ — Βλ. λ. Βαν ντερ Ρόε, Λούντβιχ Μις … Dictionary of Greek
Μπετόβεν, Λούντβιχ βαν- — (Ludwig van Beethoven, Βόνη 1770 – Βιέννη 1827). Γερμανός συνθέτης, μια από τις κυρίαρχες μορφές της μουσικής τέχνης όλων των εποχών. Γεννήθηκε από φλαμανδική οικογένεια, η οποία είχε μακροχρόνιες σχέσεις με τη μουσική. Ο Μ. άρχισε τις πρώτες του … Dictionary of Greek
Αντσενγκρούμπερ, Λούντβιχ — (Ludwig Anzengruber, 1839 – 1889). Αυστριακός θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος. Συνεχίζοντας την παράδοση της λαϊκής κωμωδίας και του βιεννέζικου Singspiel, ο Α. έδωσε ζωντανές, νατουραλιστικές εικόνες της αγροτικής κοινωνίας, διαποτισμένης… … Dictionary of Greek
Άρμανσπεργκ, Γιόζεφ Λούντβιχ — (Josef Ludwig GrafArmansperg, 1787 – 1853).Βαυαρός πολιτικός, αντιβασιλιάς της Ελλάδας (1833 35). Ήταν το πρώτο μέλος και τιμητικός πρόεδρος της τριμελούς Αντιβασιλείας (Ά, Μάουρερ, Χάιντεκ) που όρισε o βασιλιάς της Βαυαρίας και πατέρας του Όθωνα … Dictionary of Greek
Βαν ντερ Ρόε, Λούντβιχ Μις — (Ludwig Mies Van der Rohe,Άαχεν, Γερμανία 1886 – Ιλινόις 1969). Γερμανός αρχιτέκτονας. Από το 1908 έως το 1912 εργάστηκε στο γραφείο του αρχιτέκτονα Μπέρενς, από τον οποίο επηρεάστηκε σημαντικά. Ανέπτυξε μια σχεδιαστική αντίληψη βασισμένη σε… … Dictionary of Greek
Βίτγκενσταϊν, Λούντβιχ Γιόζεφ Γιόχαν — (Ludwig Josef Johann Wittgenstein,Βιέννη 1889 – Κέιμπριτζ 1951).Αυστριακός φιλόσοφος. Πήρε δίπλωμα μηχανικού στην Αυστρία και στη συνέχεια έφυγε στην Αγγλία για ειδίκευση. Εκεί συναντήθηκε με τον Μπέρτραντ Ράσελ και έγινε μαθητής του, στρέφοντας… … Dictionary of Greek